- αἴθων
- αἴθων1 blazinga
αἴθωνα κεραυνὸν O. 10.83
ῥόον καπνοῦ αἴθων P. 1.23
αἴθων δὲ κεραυνὸς P. 3.58
αἴθωνι πρὶν ἁλίῳ γυῖον ἐμπεσεῖν N. 7.73
b tawnyαἴθων ἀλώπηξ O. 11.19
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
αἴθωνα κεραυνὸν O. 10.83
ῥόον καπνοῦ αἴθων P. 1.23
αἴθων δὲ κεραυνὸς P. 3.58
αἴθωνι πρὶν ἁλίῳ γυῖον ἐμπεσεῖν N. 7.73
αἴθων ἀλώπηξ O. 11.19
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
Αἴθων — fiery masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἴθων' — αἴθωνα , αἴθων fiery neut nom/voc/acc pl αἴθωνα , αἴθων fiery masc/fem acc sg αἴθωνι , αἴθων fiery dat sg αἴθωνε , αἴθων fiery nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἴθων — αἴθω light up pres part act masc nom sg αἴθων fiery masc/fem nom sg αἴθων fiery nom/voc sg αἴ̱θων , αἶθος burning heat masc gen pl αἰθος burning heat masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αίθων — Όνομα μυθολογικών προσώπωνκαι ζώων. 1. Επίθετο του Ήλιου, και όνομα του γιου του, πατέρα της Μήστρας, συζύγου του Αυτολύκου. Από την ένωσή τους γεννήθηκε η Αντίκλεια, μητέρα του Οδυσσέα της Ιθάκης. Αυτό το όνομα του προπάππου του χρησιμοποίησε ο… … Dictionary of Greek
αίθων — Όνομα μυθολογικών προσώπωνκαι ζώων. 1. Επίθετο του Ήλιου, και όνομα του γιου του, πατέρα της Μήστρας, συζύγου του Αυτολύκου. Από την ένωσή τους γεννήθηκε η Αντίκλεια, μητέρα του Οδυσσέα της Ιθάκης. Αυτό το όνομα του προπάππου του χρησιμοποίησε ο… … Dictionary of Greek
αἴθωνα — αἴθων fiery neut nom/voc/acc pl αἴθων fiery masc/fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αἴθονος — Αἴθων fiery masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἴθονος — αἴθων fiery gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἴθωνας — αἴθων fiery masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἴθωνες — αἴθων fiery masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἴθωνι — αἴθων fiery dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)